χάραμα — το, Ν βλ. χάραγμα … Dictionary of Greek
χάραγμα — άγματος, το, ΝΜΑ, και χάραμα Ν [χαράσσω] η ενέργεια τού χαράζω, χάραξη γραμμών, γραμμάτων ή σχεδίων πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο νεοελλ. 1. ρωγμή, ραγισματιά 2. (μόνον στον τ. χάραμα) ξημέρωμα, λυκαυγές μσν. γράμμα τού αλφαβήτου μσν.… … Dictionary of Greek
Verwaltungsgliederung der Gemeinde Agrinio — Die griechische Gemeinde Agrinio gliedert sich seit der Verwaltungsreform 2010 in zehn Gemeindebezirke (die den Gemeinden bis 2010 entsprechen), diese wiederum gliedern sich in 50 Ortschaften (die mit den Gemeinden vor der Gemeindereform 1997… … Deutsch Wikipedia
Yánnis Papaioánnou — Γιάννης Παπαϊωάννου Naissance 1913 Cius (actuelle Turquie) Décès 1972 Grèce … Wikipédia en Français
αγχούρος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Μίδα, βασιλιά της Φρυγίας. Κάποτε στη Φρυγία, κοντά στις Κελαινές, άνοιξε ένα μεγάλο χάσμα στη γη που μεγάλωνε αδιάκοπα και απειλούσε να εξαφανίσει όλη τη χώρα. O Μίδας ρώτησε το μαντείο τι έπρεπε να κάνει και του… … Dictionary of Greek
ακροσκοτία — ἀκροσκοτία, η (Α) το τέλος τής νύχτας, το χάραμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + σκοτία «σκοτάδι»] … Dictionary of Greek
ηώς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Προσωποποίηση της αυγής, θυγατέρα του Υπερίωνα και της Θείας και αδελφή του Ήλιου και της Σελήνης. Κατοικούσε στον Ωκεανό, στις μυστηριώδεις περιοχές της Ανατολής. Σύζυγός της ήταν o Αστραίας και από την ένωσή τους… … Dictionary of Greek
θαμποχάραμα — το το πρώτο χάραμα … Dictionary of Greek
λυκαυγής — ές (AM λυκαυγής, ές) 1. αυτός που φέγγει ελάχιστα, που φωτίζει αμυδρά 2. το ουδ. ως ουσ. το λυκαυγές το χρονικό διάστημα λίγο πριν από την ανατολή τού ηλίου, καθώς και το διάχυτο φως που υπάρχει στην ατμόσφαιρα αυτή την ώρα («οὐδ ἡμέρα πάνυ… … Dictionary of Greek
λυκηγενής — Προσωνυμία του Απόλλωνα ως προστάτη και εθνικού θεού του ηγεμόνα της Λυκίας, Λυκάονα Πάνδαρου, ο οποίος είχε βοηθήσει τους Τρώες. * * * λυκηγενής, ές (Α) (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λυκηγενής προσωνυμία τού Απόλλωνος, ως θεού τού φωτός ή, κατ άλλους … Dictionary of Greek